αντιληπτός

αντιληπτός
-ή, -ό
αυτός που γίνεται αισθητός, νοητός: Έφυγε χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιληπτός — ή, ό (AM ἀντιληπτός, ή, ό) νεοελλ. 1. αυτός που υποπίπτει στην αντίληψη, ο κατανοητός 2. αυτός που τον αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις αρχ. τά ἀντιληπτά τα αισθητά …   Dictionary of Greek

  • ἀντιληπτά — ἀντιληπτός which can be apprehended neut nom/voc/acc pl ἀντιληπτά̱ , ἀντιληπτός which can be apprehended fem nom/voc/acc dual ἀντιληπτά̱ , ἀντιληπτός which can be apprehended fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιληπτῶν — ἀντιληπτός which can be apprehended fem gen pl ἀντιληπτός which can be apprehended masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιληπτόν — ἀντιληπτός which can be apprehended masc acc sg ἀντιληπτός which can be apprehended neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιληπτοῖς — ἀντιληπτός which can be apprehended masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιληπτήν — ἀντιληπτός which can be apprehended fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναντίληπτος — η, ο (Α ἀναντίληπτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έγινε αντιληπτός, αισθητός 2. αυτός που δεν έτυχε κοινωνικής αντιλήψεως και περιθάλψεως αρχ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, δεν αισθάνεται κάτι, αναίσθητος, μη ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + …   Dictionary of Greek

  • κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”